Greek Meaning of keep company (with)

συναναστρέφομαι

Other Greek words related to συναναστρέφομαι

Definitions and Meaning of keep company (with) in English

keep company (with)

to spend time with (someone)

FAQs About the word keep company (with)

συναναστρέφομαι

to spend time with (someone)

συνεργάτης,ομόλογο,εταιρεία,συνδέω,ενταχθούν,μίγμα,τρέχω,ταξίδι,γίνομαι φίλος με κάποιον,φίλος

αποφεύγω,αποφεύγω,αποξενώνω,χωρισμός,Ψυχρή ανταπόκριση,αγνοώ,χωρίζω,διαλύω,διασπείρω,αποσυνδέω

keep clear of => Μείνετε μακριά από, keep (to) => κρατάω (από), keep (someone) posted => κρατάω (κάποιον) ενήμερο, keep (on) => συνεχίζω (σε), keep (from) => (κρατώ μακριά),