Greek Meaning of keeping (someone) posted

ενημερώνω (κάποιον)

Other Greek words related to ενημερώνω (κάποιον)

Definitions and Meaning of keeping (someone) posted in English

keeping (someone) posted

to regularly give (someone) the most recent news about something

FAQs About the word keeping (someone) posted

ενημερώνω (κάποιον)

to regularly give (someone) the most recent news about something

συμβουλεύοντας,Γέμιση,Ενημέρωση,διδάσκοντας,λέγοντας,Γνωριμία,διαφημίσεις,ειδοποίηση,ανακοίνωση (προς),ενημέρωση

Παραπλανητικό,Παραπλανητικός

keeping (on) => συνέχιση (σε), keeping (from) => (προστασία από), keeping (back) => συγκρατώ, keepers => τερματοφύλακες, keep up (with) => παρακολουθώ,