Greek Meaning of clueing (in)

ένδειξη

Other Greek words related to ένδειξη

Definitions and Meaning of clueing (in) in English

clueing (in)

to give information to (someone)

FAQs About the word clueing (in)

ένδειξη

to give information to (someone)

προλαβαίνω,Γέμιση,λέγοντας,Γνωριμία,συμβουλεύοντας,ανακοίνωση (προς),ενημέρωση,ενημέρωση,εκκαθάριση,αποκάλυψη (σε)

Παραπλανητικό,Παραπλανητικός

clued (in) => πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι), clue (in) => Ένδειξη, clucks => γλωσσίσματα , clubs => σύλλογοι, clubbiness => clubbiness,