FAQs About the word clunker

σαράβαλο

an old or badly working piece of machinery, a dilapidated automobile, someone or something notably unsuccessful

κιβώτιο,μίξερ,σαράβαλο,σκουπίδι,ναυάγιο,γκαρότσα,λεμόνι

blockbuster,χτύπημα,συντρίβω,επιτυχία,νικητής,φελλό,εξαιρετικός,Φαινόμενο,κράκατζακ,νταντής

clunked => τσακώθηκε, clung (to) => κρατιέμαι (από), clumped => συσσωματωμένος, cluing (in) => υπονοώντας (σε), cluelessness => άγνοια,