Greek Meaning of clued (in)

πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)

Other Greek words related to πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)

Definitions and Meaning of clued (in) in English

clued (in)

to give information to (someone)

FAQs About the word clued (in)

πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)

to give information to (someone)

ενήμερος,ενημερωμένος,γνώση,προετοιμασμένος,Έτοιμος,προειδοποίησε,σοφός,συναγερμός,ειδοποιημένος,προειδοποιημένος

ανυποψίαστος,εν αγνοία,Αναίσθητος,απληροφόρητος,απρόσεκτος,άθελά του,απρόσεκτος (aprósektos),απροετοίμαστος,άθελά του,απρόσεκτος

clue (in) => Ένδειξη, clucks => γλωσσίσματα , clubs => σύλλογοι, clubbiness => clubbiness, clowns => κλόουν,