Greek Meaning of sharp-eyed
οξυδερκής
Other Greek words related to οξυδερκής
Nearest Words of sharp-eyed
Definitions and Meaning of sharp-eyed in English
sharp-eyed (s)
having very keen vision
keenly perceptive or alert
having keen eyesight
FAQs About the word sharp-eyed
οξυδερκής
having very keen vision, keenly perceptive or alert, having keen eyesight
διορατικός,παρατηρητικός,οξυδερκής,επαγρυπνών,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,εύστοχος,με οξύ βλέμμα,μάτια λύγκα,παρατηρώντας
τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,αόρατος,Αστιγματικός,Μυωπικός,μυωπικός,μύωψ,μυωπικός,Τυφλός σαν νυχτερίδα
sharper => πιο κοφτερός, sharpening => ακονίζω, sharpener => ξύστρα, sharpened => ακονισμένο, sharpen => ακονίζω,