Greek Meaning of lynx-eyed

μάτια λύγκα

Other Greek words related to μάτια λύγκα

Definitions and Meaning of lynx-eyed in English

Wordnet

lynx-eyed (s)

having very keen vision

Webster

lynx-eyed (a.)

Having acute sight.

FAQs About the word lynx-eyed

μάτια λύγκα

having very keen visionHaving acute sight.

διορατικός,με οξύ βλέμμα,οξυδερκής,οξυδερκής,επαγρυπνών,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,εύστοχος,παρατηρητικός,παρατηρώντας

τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,αόρατος,Αστιγματικός,Μυωπικός,μυωπικός,μύωψ,μυωπικός,Τυφλός σαν νυχτερίδα

lynx rufus => λύγκας, lynx pardina => Ίβηρας λύγκας, lynx lynx => Ευρασιατικό Λύγκα, lynx caracal => Ασιατικός λύγκας, lynx canadensis => Καναδέζικος λύγκας,