FAQs About the word hawkeyed

με οξύ βλέμμα

having keen sight

ενήμερος,μάτια λύγκα,παρατηρώντας,επαγρυπνών,προσεκτικός, προσεκτική,εύστοχος,διορατικός,παρατηρητικός,οξυδερκής,οξυδερκής

τυφλός,χωρίς μάτια,Τυφλός,Αστιγματικός,Μυωπικός,μυωπικός,μυωπικός,Τυφλός σαν νυχτερίδα,αόρατος,μύωψ

hawkers => πωλητές δρόμου, havocking => καταστροφικός, havocked => κατεστραμμένος, having to do with => σχετικά με, having one's eye on => βάζω στο μάτι,