Greek Meaning of having on

φορώντας

Other Greek words related to φορώντας

Definitions and Meaning of having on in English

having on

to trick or deceive intentionally, wear, to have plans for

FAQs About the word having on

φορώντας

to trick or deceive intentionally, wear, to have plans for

παραπλανητικός,αστείος,Αστείο,εξαπάτηση,να κάνω ένα νούμερο σε,Faking out,σειρά,παραλαμβάνω,παραπλανητικός,δελεαστικός

εκθέτω,αποκαλυπτικός,Φαίνεται,απομυθοποίηση,Αποκάλυψη,αποκάλυψη,λέγοντας,αποκάλυψη,αποκαλυψις,αποκάλυψη

having it in for => κρατάω κακία σε κάποιον, having done with => έχοντας κάνει με, having at => έχοντας, having a soft spot for => έχω μια αδυναμία σε, having a grip on => Έλεγχος σε κάτι,