Greek Meaning of hoodwinking

εξαπάτηση

Other Greek words related to εξαπάτηση

Definitions and Meaning of hoodwinking in English

hoodwinking

to deceive by false appearance, blindfold, hide

FAQs About the word hoodwinking

εξαπάτηση

to deceive by false appearance, blindfold, hide

απάτη,εξαπάτηση,Παραίσθηση,αστείος,απάτη,τέχνασμα,τέχνασμα,δόλος,αντίκα,κάππαρη

απομυθοποίηση,Αποκάλυψη,εκθέτω,αποκαλυπτικός,λέγοντας,αποκάλυψη,αποκαλυψις,απογοήτευση,απογοητευτικό,αποκάλυψη

hoodwinked => Ξεγελάω, 'hoods => καπό, hoods => κουκούλες, hoodoos => Χουδού, hoodlums => χούλιγκαν,