Greek Meaning of ploy
τέχνασμα
Other Greek words related to τέχνασμα
- τέχνασμα
- σχέδιο
- τέχνασμα
- συσκευή
- αποφεύγω
- φέρε
- γκάμπιτ
- κόλπο
- μοτίβο
- ικανότητα
- Επιδεξιότητα χεριών
- τέχνασμα
- τέχνασμα
- μπλόφα
- εξαπάτηση
- δολιότητα
- απάτη
- πονηρός
- εξαπάτηση
- Διπλότητα
- τερματισμός
- πλαστό
- φιντα
- απάτη
- απάτη
- γκάφα
- φάρσα
- ζογκλάρω
- ζογκλερικά
- Δεξιοτεχνία
- παίξε
- απάτη
- παπαριές
- Πονηριά
- ραδιουργίες, παρασκήνια
- επιδεξιότητα
- απάτη
- απάτη
- δόλος
- δόλος
Nearest Words of ploy
Definitions and Meaning of ploy in English
ploy (n)
an opening remark intended to secure an advantage for the speaker
a maneuver in a game or conversation
ploy (n.)
Sport; frolic.
ploy (v. i.)
To form a column from a line of troops on some designated subdivision; -- the opposite of deploy.
FAQs About the word ploy
τέχνασμα
an opening remark intended to secure an advantage for the speaker, a maneuver in a game or conversationSport; frolic., To form a column from a line of troops on
τέχνασμα,σχέδιο,τέχνασμα,συσκευή,αποφεύγω,φέρε,γκάμπιτ,κόλπο,μοτίβο,ικανότητα
No antonyms found.
plowwright => (αροτράρης), plowtail => άροτρο, plowshare => υνί, plowpoint => άκρη του υνιο, plowman => αροτριαστής,