FAQs About the word plucker

τριχωτής

One who, or that which, plucks., A machine for straightening and cleaning wool.

τραβώ,yank,ζωγραφίζω,αρπάζω,τράνταγμα,κλειδί,σύρετε,εμπόδιο,αρπάζω,ρυμουλκώ

σπρώχνω,ώθηση,ανασηκώνω,ώθηση

plucked => μαδημένο, pluck at => τσιμπάω, pluck => μαδάω, ployment => Εργοδότηση, ploy => τέχνασμα,