FAQs About the word plowman

αροτριαστής

a man who plowsAlt. of Ploughman

γεωργός,αγρότης,Γεωπόνος,καλλιεργητής,αγρότης,αγρότης,συλλέκτης,καλλιεργητής,θεριστική μηχανή,Φυτευτής

μη αγρότης

plowland => Οργώσιμη γη, plowing => όργωμα, plowhead => υνί αρότρου, plowgate => άροτρο, plowgang => άροτρο,