Greek Meaning of plower

άροτρο

Other Greek words related to άροτρο

Definitions and Meaning of plower in English

Wordnet

plower (n)

a man who plows

Webster

plower (n.)

Alt. of Plougher

FAQs About the word plower

άροτρο

a man who plowsAlt. of Plougher

καλλιεργώ,αύλακα,τσουγκράνα,Σπάω,Σκαλιστήρι,μέχρι,χέρσος,άροτρο,λίστα,καλλιεργητής

Σπάω,γλουτοί,χιλι,χαλαρώνω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω),αδρανής,αφήνω κάτι,ψωμί,Σαλόνι,ανάπαυση

plowed => οργωμένο, plowboy => αροτριαστής, plowbote => άροτρο, plowable => οργώσιμος, plow horse => Άλογο εργασίας,