FAQs About the word hooked up (with)

(συνδεδεμένο με)

έγιναν φίλοι,κλειδωμένος (σε ή σε),πήρε

έσβησε,χώρισε (με),πεταμένος,Αριστερά,βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),κόβω,παρατημένος,απατημένος,φιλημένος,προσβάλλω

hooked up => συνδεδεμένος, hook up (with) => συνδέω (με), hoo-has => χου-χά, hoo-hahs => χα-χα, hoofs (it) => οπλές (το),