FAQs About the word hooks up (with)

συνδέεται (με)

(στο ή στο),παίρνει,γίνεται φίλος

φυσάει,τάφροι,χωματερές,φύλλα,Κοψίματα,περιφρόνηση,εγκαταλείπει,έρημοι,εγκαταλείπει,παραιτείται

hooking up (with) => (συνδέοντας (με, hooking up => Σύνδεση, hooked up (with) => (συνδεδεμένο με), hooked up => συνδεδεμένος, hook up (with) => συνδέω (με),