Greek Meaning of hustling

βιαστικός

Other Greek words related to βιαστικός

Definitions and Meaning of hustling in English

Webster

hustling (p. pr. & vb. n.)

of Hustle

FAQs About the word hustling

βιαστικός

of Hustle

αποφασισμένος,επιμελής,οδήγηση,δυναμικός ,πρόθυμος,επιχειρηματικός,Πεινασμένος,εργατικός,ζωηρός,παρακινημένος

αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,εύκολος,αδιάφορος,αδιάφορος,τεμπέλης,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος,αδιάφορος

hustler => απατεώνας, hustled => έσπευσε, hustle => φασαρία, hustings => προεκλογική ομιλία, hussite => Χουσίτης,