Greek Meaning of gung ho

Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση

Other Greek words related to Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση

Definitions and Meaning of gung ho in English

Wordnet

gung ho (s)

very enthusiastic and dedicated

FAQs About the word gung ho

Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση

very enthusiastic and dedicated

ανήσυχος,πρόθυμος,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος,ανυπόμονος,ανυπόμονος,φλογερός,διψασμένος,τρελός

απόμακρος,αδιάφορος ,ανεπίσημος,αποσπασμένος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος,αδιάφορος

gunflint => πυρόλιθος, gundelet => Γονδολέτα, guncotton => Βαμβάκι πυρίτιδας, gunboat diplomacy => Διπλωματία των κανονιοφόρων, gunboat => Κανονιοφόρος,