Greek Meaning of insouciant

ανέμελος

Other Greek words related to ανέμελος

Definitions and Meaning of insouciant in English

Wordnet

insouciant (s)

marked by blithe unconcern

Webster

insouciant (a.)

Careless; heedless; indifferent; unconcerned.

FAQs About the word insouciant

ανέμελος

marked by blithe unconcernCareless; heedless; indifferent; unconcerned.

ανέμελος,καβαλάρης,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,Ανέκφραστος,ευθυμής,ανεπίσημος,κομψός,Άφοβος,ομοφυλόφιλος

προσεκτικός,ανήσυχος,προσεκτικός,σοβαρός,τάφος,σοβαρός,σκοτεινός,σκοτεινός,επιφυλακτικός,ανήσυχος

insouciance => Απροσεξία, insooth => στην πραγματικότητα, insonorous => Άηχος, insomuch => ώστε, insomnolence => αϋπνία,