Greek Meaning of inspecting
επιθεωρώντας
Other Greek words related to επιθεωρώντας
- εξετάζω
- αναθεώρηση
- σάρωση
- τοπογραφία.
- Ανάλυση
- Ελεγκτική
- έλεγχος (out)
- απάτη
- εξερεύνηση
- αναθεώρηση
- ερευνώντας
- την εποπτεία
- εξεταστικός
- σπουδάζει
- προβολή
- παρακολούθηση
- κατηγοριοποίηση
- ταξινόμηση
- χτένισμα
- (βαθύτερη διερεύνηση (σε)
- διατομή
- παρατηρώντας
- παρατηρώντας
- θέα
- Σύνταξη
- επιθεώρηση
- υδραυλικός
- να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από)
- διερεύνηση
- ερευνητική
Nearest Words of inspecting
- inspection => Επιθεώρηση
- inspection and repair => επιθεώρηση και επισκευή
- inspective => επιθεωρητικός
- inspector => επιθεωρητής
- inspector general => γενικός επιθεωρητής
- inspector maigret => Επιθεωρητής Μαιγκρέ
- inspectorate => επιθεώρηση
- inspectorial => επιθεωρητικός
- inspectorship => επιθεώρηση
- inspectress => επιθεωρήτρια
Definitions and Meaning of inspecting in English
inspecting (p. pr. & vb. n.)
of Inspect
FAQs About the word inspecting
επιθεωρώντας
of Inspect
εξετάζω,αναθεώρηση,σάρωση,τοπογραφία.,Ανάλυση,Ελεγκτική,έλεγχος (out),απάτη,εξερεύνηση,αναθεώρηση
γρήγορο βλέμμα (κάτι που εξετάζει ή περνάει από εκεί),χαμένος,μικροανάλυση
inspected => επιθεωρήθηκε, inspect => ελέγχω, inspan => Επιζεύγνυω, insoul => inspoul, insouciant => ανέμελος,