Greek Meaning of going-over
αναθεώρηση
Other Greek words related to αναθεώρηση
- αποτυχημένος
- χαμένος
- απεργία
- Πλύσιμο
- βομβαρδισμός
- μειούμενη
- πλαταγίζοντας
- σφαδάζω
- αποτυχία
- δίπλωμα
- βύθιση
- βυθίζονται
- μαραζώνων
- βύθιση
- Ολίσθηση
- ολίσθηση
- πτωτικό
- αγωνιζόμενος
- φθίνουσα
- καταρρέων
- ξεκαρδίζομαι
- που καταρρέει
- που πέφτει
- ασφυξία
- συντριβή
- αποβολή
- κρατηροποίηση
- σβήσιμο
- έκρηξη προς τα μέσα
- λανθασμένοι πυροβολισμοί
Nearest Words of going-over
Definitions and Meaning of going-over in English
going-over (n)
a careful and thorough inspection
a severe scolding
going-over
to move on a course
FAQs About the word going-over
αναθεώρηση
a careful and thorough inspection, a severe scoldingto move on a course
έλεγχος,εξέταση,Επιθεώρηση,έλεγχος,έρευνα,Ανάλυση,έλεγχος,έλεγχος,έρευνα,κριτική
αποτυχημένος,χαμένος,απεργία,Πλύσιμο,βομβαρδισμός,μειούμενη,πλαταγίζοντας,σφαδάζω,αποτυχία,δίπλωμα
going-out-of-business sale => Εκποίηση εμπορευμάτων, going under => βυθίζονται, going to jerusalem => κατευθύνομαι στην Ιερουσαλήμ, going away => φεύγω, going ashore => αποβίβαση,