FAQs About the word going away

φεύγω

the act of departing

διακλάδωση,χωρίζοντας,εξαφανιζόμενο,παροδικός,εξατμιζόμενος,ξεθώριασμα,φυγόδικος,τήξη,εκκαθάριση,αποκλίνουσες

συνάντηση,συνάντηση,συγκέντρωση

going ashore => αποβίβαση, going => πηγαίνω, goidelic => Γκοϊδελικός, gogol => γκόγκολ, goglet => Google,