Greek Meaning of goggles
Γυαλιά κολύμβησης
Other Greek words related to Γυαλιά κολύμβησης
Nearest Words of goggles
Definitions and Meaning of goggles in English
goggles (n)
(plural) tight-fitting spectacles worn to protect the eyes
FAQs About the word goggles
Γυαλιά κολύμβησης
(plural) tight-fitting spectacles worn to protect the eyes
Γυαλιά ηλίου,Διπλοεστιακά,Φακοί επαφής,Λοργέτα,Μονόκλ,γυαλιά,Γυαλί,Ημιγυάλια,Πινς-νε,Προδιαγραφές
Βυθίσεις (σε),ματιές,ματιές,ρίχνει ματιά,σαρώσεις,φιλαράκια,Περιηγείται,κλείνει το μάτι (σε κάποιον)
goggler => Γυαλιστερά, goggle-eyed => γουρλομάτης, goggled => Γουρλομάτης, goggle box => τηλεόραση, goggle => Γυαλιά κολύμβησης,