FAQs About the word goggles

Γυαλιά κολύμβησης

(plural) tight-fitting spectacles worn to protect the eyes

Γυαλιά ηλίου,Διπλοεστιακά,Φακοί επαφής,Λοργέτα,Μονόκλ,γυαλιά,Γυαλί,Ημιγυάλια,Πινς-νε,Προδιαγραφές

Βυθίσεις (σε),ματιές,ματιές,ρίχνει ματιά,σαρώσεις,φιλαράκια,Περιηγείται,κλείνει το μάτι (σε κάποιον)

goggler => Γυαλιστερά, goggle-eyed => γουρλομάτης, goggled => Γουρλομάτης, goggle box => τηλεόραση, goggle => Γυαλιά κολύμβησης,