FAQs About the word monocle

Μονόκλ

lens for correcting defective vision in one eye; held in place by facial musclesAn eyeglass for one eye.

γυαλιά,Γυαλιά κολύμβησης,Λοργέτα,Γυαλιά ηλίου,Διπλοεστιακά,γυαλιά,Πινς-νε,γυαλιά,Ημιγυάλια,Προδιαγραφές

No antonyms found.

monociliated => Μονοκύτταρο, monochronic => Μονοχρονισμός, monochromy => Μονοχρωμία, monochromous => Μονόχρωμο, monochromic => Μονόχρωμος,