Greek Meaning of monocled
μονοκλ
Other Greek words related to μονοκλ
Nearest Words of monocled
- monoclinal => μονοκλινικός
- monocline => μονόκλινο
- monoclinic => μονοκλινής
- monoclinous => Μονογενής
- monoclonal => μονοκλωνικό
- monoclonal antibody => Μονοκλωνικό αντίσωμα
- monocondyla => Μονοκονδυλικός
- monocot => Μονοκοτυλήδονα
- monocot family => μονοκοτυλήδονα φυτά
- monocot genus => Είδος μονοκοτυλήδονα
Definitions and Meaning of monocled in English
monocled (s)
wearing, or having the face adorned with, eyeglasses or an eyeglass
FAQs About the word monocled
μονοκλ
wearing, or having the face adorned with, eyeglasses or an eyeglass
γυαλιά,Γυαλιά κολύμβησης,Λοργέτα,Γυαλιά ηλίου,Διπλοεστιακά,γυαλιά,Πινς-νε,γυαλιά,Ημιγυάλια,Προδιαγραφές
No antonyms found.
monocle => Μονόκλ, monociliated => Μονοκύτταρο, monochronic => Μονοχρονισμός, monochromy => Μονοχρωμία, monochromous => Μονόχρωμο,