FAQs About the word glasses

γυαλιά

(plural) optical instrument consisting of a frame that holds a pair of lenses for correcting defective vision

γυαλιά,γυαλιά,Γυαλιά ηλίου,Προδιαγραφές,Διπλοεστιακά,Γυαλιά κολύμβησης,Ημιγυάλια,Λοργέτα,Μονόκλ,Τριεστιοι φακοί

No antonyms found.

glassen => γυάλινος, glassed => Υαλωμένο, glass-cutter => Υαλοκόπτης, glass-crab => Γυάλινο καβούρι, glassblower => υαλουργός,