Greek Meaning of goggled

Γουρλομάτης

Other Greek words related to Γουρλομάτης

Definitions and Meaning of goggled in English

Webster

goggled (imp. & p. p.)

of Goggle

Webster

goggled (a.)

Prominent; staring, as the eye.

FAQs About the word goggled

Γουρλομάτης

of Goggle, Prominent; staring, as the eye.

κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό,κοίταξε,κοίταξε επίμονα,ανοιγόκλεισε,χασμουρήθηκε,κοιτούσε επίμονα,glowered,έκοψε μια ματιά,ακύρωνε,θεωρούμενος

κοίταξε,διακρίνω,έριξε μια ματιά,Σαρωμένο,βουτηγμένο (σε),κοίταξε κρυφά,περιηγήθηκα,κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

goggle box => τηλεόραση, goggle => Γυαλιά κολύμβησης, go-getter => Φιλότιμος, gog and magog => Γωγ και Μαγώγ, gog => γκογκ,