Greek Meaning of winked (at)

κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

Other Greek words related to κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

Definitions and Meaning of winked (at) in English

winked (at)

to pretend not to have seen or noticed (something)

FAQs About the word winked (at)

κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

to pretend not to have seen or noticed (something)

έκλεισε το μάτι (σε),εξηγήθηκε,δικαιολογημένη,παραβλεπόμενος,συγχωρέθηκε,βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),κλείνω τα μάτια μου σε,Αντιληπτό,σε έκπτωση,συγχωρούμενος

σημαδεμένος,σημείωσε,αντιτίθεμαι (σε),έδωσε προσοχή,νους

wink (out) => κλείνω το μάτι, wink (at) => κλείνω το μάτι (προς), wining => κερδισμένος, wineshop => οινοπωλείο, wines => κρασιά,