Greek Meaning of winkled

ρυτιδωμένος, ζαρωμένος

Other Greek words related to ρυτιδωμένος, ζαρωμένος

Definitions and Meaning of winkled in English

winkled

to displace, remove, or evict from a position, to obtain or draw out by effort, periwinkle entry 2, twinkle

FAQs About the word winkled

ρυτιδωμένος, ζαρωμένος

to displace, remove, or evict from a position, to obtain or draw out by effort, periwinkle entry 2, twinkle

αναβοσβήνει,γυάλιζε,έλαμψε,λαμπερό,έλαμπε,έλαμψε,έλαμψε,λαμπερό,φλεγόμενος,κοίταξε

No antonyms found.

winking (out) => ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω), winking (at) => κλείσιμο ματιού σε, winked (out) => κλείνοντας το μάτι (έξω), winked (at) => κλείνω το μάτι (σε κάποιον), wink (out) => κλείνω το μάτι,