Greek Meaning of winkled
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος
Other Greek words related to ρυτιδωμένος, ζαρωμένος
- αναβοσβήνει
- γυάλιζε
- έλαμψε
- λαμπερό
- έλαμπε
- έλαμψε
- έλαμψε
- λαμπερό
- φλεγόμενος
- κοίταξε
- λάμπει
- λαμπερό
- γυάλιζε
- λάμπει
- γυαλισμένο
- γυαλιστερός
- λαμπίριζε
- έλαμψε
- άστραφτερό
- λαμπύρισαν
- έκανε το μάτι
- ακτινοβόλος
- εκθαμβωμένος
- φλεγόμενος
- τυφλός
- καμμένος
- καμένο
- ζαλισμένος
- εκθαμβωμένος
- φαρδύ
- glowered
- ακτινοβολημένος
Nearest Words of winkled
- winking (out) => ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω)
- winking (at) => κλείσιμο ματιού σε
- winked (out) => κλείνοντας το μάτι (έξω)
- winked (at) => κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- wink (out) => κλείνω το μάτι
- wink (at) => κλείνω το μάτι (προς)
- wining => κερδισμένος
- wineshop => οινοπωλείο
- wines => κρασιά
- wined => οινοποιημένο
- winkling => κλείσιμο του ματιού
- winks => κλείσιμο ματιού
- winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον)
- winners => νικητές
- winning (against) => Νίκη (εναντίον)
- winning (back) => κερδίζοντας (πίσω)
- winning (over) => νικηφόρα (πάνω)
- winnowed (out) => (επιλεγμένο (έξω))
- winos => αλκοολικοί
- wins => κερδίζει
Definitions and Meaning of winkled in English
winkled
to displace, remove, or evict from a position, to obtain or draw out by effort, periwinkle entry 2, twinkle
FAQs About the word winkled
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος
to displace, remove, or evict from a position, to obtain or draw out by effort, periwinkle entry 2, twinkle
αναβοσβήνει,γυάλιζε,έλαμψε,λαμπερό,έλαμπε,έλαμψε,έλαμψε,λαμπερό,φλεγόμενος,κοίταξε
No antonyms found.
winking (out) => ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω), winking (at) => κλείσιμο ματιού σε, winked (out) => κλείνοντας το μάτι (έξω), winked (at) => κλείνω το μάτι (σε κάποιον), wink (out) => κλείνω το μάτι,