FAQs About the word winked

έκανε το μάτι

of Wink

ανοιγόκλεισε,γλυκοκοίταζε

αρνηθεί,αποδοκιμασμένο (από),συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω),απορριφθείς,απαγορεύεται

wink at => κλείνω το μάτι, wink => κλείσιμο ματιού, wingy => φτερωτός, wingstem => Πτερορριζία, wingspread => άνοιγμα φτερών,