Greek Meaning of glinted

έλαμψε

Other Greek words related to έλαμψε

Definitions and Meaning of glinted in English

Webster

glinted (imp. & p. p.)

of Glint

FAQs About the word glinted

έλαμψε

of Glint

αναβοσβήνει,γυάλιζε,λαμπερό,έλαμπε,έλαμψε,έλαμψε,κοίταξε,λάμπει,λαμπερό,λάμπει

εξετασθεί,κοίταξε,αμφισβητήθηκε,κοίταξε επίμονα,παραβλεπόμενος,επιβλέπειν,έκοψε μια ματιά,έσπασε,μελετήθηκε,εξετασμένος

glint => λάμψη, γυαλάδα, λάμπευμα, glinka => Γκλίνκα, glimpsing => ρίχνω μια ματιά, glimpsed => διακρίνω, glimpse => ματιά,