Greek Meaning of winnowed (out)

(επιλεγμένο (έξω))

Other Greek words related to (επιλεγμένο (έξω))

Definitions and Meaning of winnowed (out) in English

winnowed (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word winnowed (out)

(επιλεγμένο (έξω))

επιλεγμένος,προβολής,ξεριζωμένος,επιλεγμένο,αποκλειστικός,μοντέρνος,προτιμότερος,επιλεγμένα,επιλογή,επιλεγμένος

μέσος,κοινός,συνηθισμένος,συνηθισμένος,συνηθισμένο

winning (over) => νικηφόρα (πάνω), winning (back) => κερδίζοντας (πίσω), winning (against) => Νίκη (εναντίον), winners => νικητές, winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον),