Greek Meaning of winnowed (out)
(επιλεγμένο (έξω))
Other Greek words related to (επιλεγμένο (έξω))
Nearest Words of winnowed (out)
- winning (over) => νικηφόρα (πάνω)
- winning (back) => κερδίζοντας (πίσω)
- winning (against) => Νίκη (εναντίον)
- winners => νικητές
- winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον)
- winks => κλείσιμο ματιού
- winkling => κλείσιμο του ματιού
- winkled => ρυτιδωμένος, ζαρωμένος
- winking (out) => ανοιγοκλείνοντας τα μάτια (έξω)
- winking (at) => κλείσιμο ματιού σε
- winos => αλκοολικοί
- wins => κερδίζει
- wintriness => χειμωνιάτικος
- winzes => φρέατα
- wipe (away) => σκουπίζω (μακριά)
- wipe the floor with => Καταστρέφω
- wipe the ground with => σκουπίζω κάποιον από τη γη
- wiped the floor with => Σφουγγάρισε το πάτωμα με
- wiped the ground with => Σκούπισε το πάτωμα με
- wipes => μαντηλάκια καθαρισμού
Definitions and Meaning of winnowed (out) in English
winnowed (out)
No definition found for this word.
FAQs About the word winnowed (out)
(επιλεγμένο (έξω))
επιλεγμένος,προβολής,ξεριζωμένος,επιλεγμένο,αποκλειστικός,μοντέρνος,προτιμότερος,επιλεγμένα,επιλογή,επιλεγμένος
μέσος,κοινός,συνηθισμένος,συνηθισμένος,συνηθισμένο
winning (over) => νικηφόρα (πάνω), winning (back) => κερδίζοντας (πίσω), winning (against) => Νίκη (εναντίον), winners => νικητές, winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον),