FAQs About the word winning (back)

κερδίζοντας (πίσω)

(επαν)αγοράζω,λυτρωτικός

κατάθεση,ενέχυρο,υπόσχεση,δεσμός,αγκίστρωση,Υποθήκη

winning (against) => Νίκη (εναντίον), winners => νικητές, winks (at) => κλείνει το μάτι (σε κάποιον), winks => κλείσιμο ματιού, winkling => κλείσιμο του ματιού,