FAQs About the word buying (back)

(επαν)αγοράζω

κερδίζοντας (πίσω),λυτρωτικός

κατάθεση,ενέχυρο,υπόσχεση,δεσμός,αγκίστρωση,Υποθήκη

buyers => αγοραστές, buy (back) => επαναγορά, buttresses => αντηρίδες, button man => κουμπωτής, button (up) => κουμπί (πάνω),