Greek Meaning of buzzed (off)
μεθυσμένος
Other Greek words related to μεθυσμένος
- κόβω
- αποθανών
- δραπέτευσε
- εκκενωμένος
- πήρα
- μετακινηθήκαμε
- πήγε
- διασωθείς
- Φύγε
- τρελός
- ανασκαμμένο
- βγήκε
- κατέβηκε
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- ξεφλουδισμένο
- τράβηξε έξω
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- έτρεχε κατά μήκος
- Σπρώχνω (έξω)
- ξεκίνησε
- πέρασε
- έκανε μια βόλτα
- βγήκε έξω
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- δεσμευμένο
- μετανάστευσε
- έφυγε
- πέταξε
- χωρισμένοι
- παραιτούμαι
- άφησε
- συνταξιούχος
- υποχώρησε
- αναχωρώ
- παραλείφθηκε
- αποσύρθηκε
- εκνευρισμένος
- την κοπάνησε
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- βγήκε έξω
- στο δρόμο
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- έφυγε
- σήκωσε τα πασαλάκια
- έκανε έξοδο
- ξέφυγε
- Βγήκε
- χτυπημένος έξω
- Πήγε μια πεζοπορία
- Εξαφανίστηκε
- Απογειώθηκε
- έφυγε
- εγκαταλελειμμένος
- διέφυγε
- αναβλήθηκε
- απέδρασαν
- έρημος
- εγκατέλειψε
- αναμμένος
- ψιχάλα
- αφαιρέθηκε
- άδειος
- βγήκε
- έφυγαν τρέχοντας
- διάσπαρτοι
- σκάω
- έγινε καπνός
- βγήκε
Nearest Words of buzzed (off)
Definitions and Meaning of buzzed (off) in English
buzzed (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word buzzed (off)
μεθυσμένος
κόβω,αποθανών,δραπέτευσε,εκκενωμένος,πήρα,μετακινηθήκαμε,πήγε,διασωθείς,Φύγε,τρελός
έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,εμφανίστηκε,ανέβηκε,πλησίασε,Κλειστό,κατοικούσε,χτύπημα,καταλύει
buzzards => γερακίνες, buzz cut => κούρεμα με τη μηχανή, buzz (off) => βουητό (φύγε), buys the farm => πεθαίνω, buys it => το αγοράζω,