Greek Meaning of abided
έμεινε
Other Greek words related to έμεινε
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- κόβω
- αποθανών
- δραπέτευσε
- έφυγε
- Αριστερά
- μετακινηθήκαμε
- παραιτούμαι
- άφησε
- πήγε
- διασωθείς
- μεθυσμένος
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- βγήκε
- κατέβηκε
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- ξεφλουδισμένο
- τράβηξε έξω
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- Σπρώχνω (έξω)
- Απογειώθηκε
- βγήκε έξω
- έφυγε
- εγκαταλελειμμένος
- διέφυγε
- δεσμευμένο
- απέδρασαν
- έρημος
- εκκενωμένος
- πέταξε
- εγκατέλειψε
- παραλείφθηκε
- άδειος
- τρελός
- βγήκε έξω
- έφυγαν τρέχοντας
- έγινε καπνός
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- διάσπαρτοι
- σκάω
Nearest Words of abided
Definitions and Meaning of abided in English
abided
last entry 1 sense 1, endure, to live or continue in a place, to continue in a place, to wait for, to conform to, to remain stable or fixed in a state, to accept without objection, to endure without yielding, to bear patiently
FAQs About the word abided
έμεινε
last entry 1 sense 1, endure, to live or continue in a place, to continue in a place, to wait for, to conform to, to remain stable or fixed in a state, to accep
κατοικούσε,κατοικούσε,παρέμεινε,περίμενε,έμεινε,καθυστερούσε,Γυρνούσε,κολλημένος,αναμενόμενο,αργοπορώ
ελευθερώθηκε εγγυημένος,κόβω,αποθανών,δραπέτευσε,έφυγε,Αριστερά,μετακινηθήκαμε,παραιτούμαι,άφησε,πήγε
abide (beyond) => ξεπερνώ, abhorrences => αποτροπιασμοί, abettors => Συνένοχοι, abetters => συνεργοί, aberrations => αποκλίσεις,