Greek Meaning of booked

δεσμευμένο

Other Greek words related to δεσμευμένο

Definitions and Meaning of booked in English

Wordnet

booked (s)

reserved in advance

Webster

booked (imp. & p. p.)

of Book

Webster

booked (a.)

Registered.

On the way; destined.

FAQs About the word booked

δεσμευμένο

reserved in advanceof Book, Registered., On the way; destined.

μισθωμένος,κρατημένος,προσαρμογή,συμφωνημένο,προορισμένος,αρραβωνιασμένος,Διατηρημένα

έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,έμεινε,πλησίασε,Κλειστό,κατοικούσε,καταλύει,έφτασε,εγκαταστημένος

bookdealer => βιβλιοπώλης, bookcraft => Βιβλιοδεσία, bookclub => Λέσχη ανάγνωσης, bookcase => Βιβλιοπωλείο, bookbinding => Βιβλιοδεσία,