Greek Meaning of shoved (off)

Σπρώχνω (έξω)

Other Greek words related to Σπρώχνω (έξω)

Definitions and Meaning of shoved (off) in English

shoved (off)

to leave a place

FAQs About the word shoved (off)

Σπρώχνω (έξω)

to leave a place

κόβω,αποθανών,πήρα,μετακινηθήκαμε,πήγε,τρελός,μεθυσμένος,ανασκαμμένο,βγήκε,κατέβηκε

έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,εμφανίστηκε,ανέβηκε,πλησίασε,Κλειστό,κατοικούσε,καταλύει,έφτασε

shove (off) => Σπρώχνω (μακριά), shouts => φωνές, shouting distance => Απόσταση φωνής, shotguns => καραμπίνες, shot the breeze => Κουβεντιάζω,