Greek Meaning of took a walk
έκανε μια βόλτα
Other Greek words related to έκανε μια βόλτα
- ελευθερώθηκε εγγυημένος
- αποθανών
- δραπέτευσε
- εκκενωμένος
- έφυγε
- μετακινηθήκαμε
- παραιτούμαι
- άφησε
- πήγε
- ανασκαμμένο
- κατέβηκε
- τράβηξε έξω
- έσπρωξε
- έσπρωξε πάνω
- έτρεχε κατά μήκος
- πέρασε
- Απογειώθηκε
- βγήκε έξω
- έφυγε
- εγκαταλελειμμένος
- δεσμευμένο
- κόβω
- πέταξε
- πήρα
- χωρισμένοι
- συνταξιούχος
- υποχώρησε
- αναχωρώ
- παραλείφθηκε
- αποσύρθηκε
- διασωθείς
- Φύγε
- εκνευρισμένος
- τρελός
- την κοπάνησε
- μεθυσμένος
- καθαρισμένο
- καθάρισε
- βγήκε
- βγήκε έξω
- στο δρόμο
- γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- ξεφλουδισμένο
- έφυγε
- σήκωσε τα πασαλάκια
- έκανε έξοδο
- ξέφυγε
- Σπρώχνω (έξω)
- ξεκίνησε
- χτυπημένος έξω
- Εξαφανίστηκε
- βγήκε
- διέφυγε
- αναβλήθηκε
- απέδρασαν
- έρημος
- μετανάστευσε
- εγκατέλειψε
- αναμμένος
- ψιχάλα
- αφαιρέθηκε
- άδειος
- βγήκε
- Νυκτερινός (έξω ή απενεργοποιημένος)
- έφυγαν τρέχοντας
- διάσπαρτοι
- σκάω
- Βγήκε
- έγινε καπνός
Nearest Words of took a walk
Definitions and Meaning of took a walk in English
took a walk
to go away
FAQs About the word took a walk
έκανε μια βόλτα
to go away
ελευθερώθηκε εγγυημένος,αποθανών,δραπέτευσε,εκκενωμένος,έφυγε,μετακινηθήκαμε,παραιτούμαι,άφησε,πήγε,ανασκαμμένο
έφτασε,ήρθε,παρέμεινε,εμφανίστηκε,έμεινε,ανέβηκε,πλησίασε,Κλειστό,καταλύει,έφτασε
took a powder => Εξαφανίστηκε, took a hike => Πήγε μια πεζοπορία, took (out) => πήρε (έξω), took (away) => πήρε (μακριά), toning (up) => τονωτικό (πάνω),