Greek Meaning of took exception

έκανε εξαίρεση

Other Greek words related to έκανε εξαίρεση

Definitions and Meaning of took exception in English

took exception

to object to something

FAQs About the word took exception

έκανε εξαίρεση

to object to something

αντιρρησίες,διαμαρτυρηθεί,καταφέρθηκε,δίστασε,εξαιρεθείς,διαμαρτυρήθηκε,διαμαρτυρήθηκε,κολλημένος,παραπονιόταν,κλώτσησε

αποδεκτό,συμφωνήθηκε,εγκρίθηκε,κυρώσεις,προσκολλημένο,απολογούσε,υπερασπίστηκε,ακολούθησε,συντηρημένο,υπάκουσα

took down => κατέλαβε, took care of => φρόντισε, took back => πήρε πίσω, took apart => Αποσυναρμολογημένος, took a walk => έκανε μια βόλτα,