Greek Meaning of balked
σταμάτησε
Other Greek words related to σταμάτησε
- μπερδεμένος
- απογοητευμένος
- εμπόδισε
- ματαιωμένος
- αποκλεισμένο
- σκακ μάτ
- ηττημένος
- αμήχανος
- αποτυγχάνω
- διακοπεί
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- υπερνικώ
- σταμάτησε
- εμπόδισε
- σβησμένος
- συλληφθείς
- αποφεύχθηκε
- αποκλεισμένος
- ρυθμός
- επιλεγμένο
- βουλωμένο
- Επιβαρυμένος
- δεμένος
- προέλαβε
- Ανάπηροι
- κουτσός
- ανασταλμένος
- δεμένος με χειροπέδες
- εξουδετερωμένο
- ακύρωσε
- εμπόδισαν
- κατήργησε
- μετατόπιση
- οπισθοχώρηση
- δεμένος
- βραχυκυκλωμένο
- Δεσμευμένος
- Δεσμευμένος
- περιορισμένος
- κατακτημένος
- εξουδετερώθηκε
- ανασταλμένος
- παρεμβαίνει (σε)
- αρνημένο
- αποκλείστηκε
Nearest Words of balked
- balkans => Βαλκάνια
- balkanize => βαλκανίζω
- balkanise => Βαλκανίζω
- balkan wars => Βαλκανικοί Πόλεμοι
- balkan state => Βαλκανικό κράτος
- balkan peninsula => Βαλκανική Χερσόνησος
- balkan nation => Βαλκανικό έθνος
- balkan mountains => Βαλκανικά όρη
- balkan mountain range => Τα Βαλκάνια
- balkan country => Βαλκανική χώρα
Definitions and Meaning of balked in English
balked (imp. & p. p.)
of Balk
FAQs About the word balked
σταμάτησε
of Balk
μπερδεμένος,απογοητευμένος,εμπόδισε,ματαιωμένος,αποκλεισμένο,σκακ μάτ,ηττημένος,αμήχανος,αποτυγχάνω,διακοπεί
προηγμένος,υποστηρίζεται,Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,προωθημένο,ενθαρρυνόμενος ,προαγόμενος,βοήθησε,διευκόλυνε,προώθησε
balkans => Βαλκάνια, balkanize => βαλκανίζω, balkanise => Βαλκανίζω, balkan wars => Βαλκανικοί Πόλεμοι, balkan state => Βαλκανικό κράτος,