Greek Meaning of advanced
προηγμένος
Other Greek words related to προηγμένος
- ανεπτυγμένη
- εξελιγμένος
- ψηλότερος
- βελτιωμένη
- μορφωμένος
- βελτιωμένο
- μπροστά
- υψηλός
- αργά
- μοντέρνος
- προοδευτικός
- εκλεπτυσμένος
- ηλικιωμένοι
- πολιτισμένος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- υψηλής τεχνολογίας
- διαφωτισμένος
- πλήρης
- πλήρης
- πλήρους κλίμακας
- ενήλικας
- τελευταίος
- Πρόσθια άκρη
- Ώριμος
- ώριμος
- νέος
- καινούργιος
- μυθιστόρημα
- τώρα
- τελειοποιημένος
- πρόωρος
- σύγχρονος
- πρόσφατος
- ώριμος
- ώριμο
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- πιο πρόσφατο
- οπισθοδρομικός
- Πράσινο
- Ανώριμος
- Χαμηλός
- Χαμηλότερος
- μη προοδευτικός
- πρωτόγονος
- Αγενής
- ρουτινικός
- Υπανάπτυκτο
- ανεπτυγμένο
- νωρίς
- εμβρυϊκός
- παρωχημένος
- παλιό
- παρελθόν
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- άγριος
- αγριος
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- Ελλιποβαρής
- Αμόρφωτος
- Άγουρο
- Άγουρο
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- μπαγιάτικος
- βλαστικός
- πολιός
- μουχλιασμένο
- Νεάντερταλ
- Νεάντερταλ
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- φθαρμένος
Nearest Words of advanced
- advanced research and development activity => Προχωρημένη ερευνητική και αναπτυξιακή δραστηριότητα
- advancement => πρόοδος
- advancer => προλαβαίνω
- advancing => προελαύνοντας
- advancing edge => προχωρημένη άκρη
- advancing surface => Επιφάνεια προώθησης
- advancive => προχωρημένος
- advantage => πλεονέκτημα
- advantageable => επωφελής
- advantaged => πλεονεκτικός
Definitions and Meaning of advanced in English
advanced (s)
farther along in physical or mental development
comparatively late in a course of development
ahead of the times
at a higher level in training or knowledge or skill
ahead in development; complex or intricate
far along in time
(of societies) highly developed especially in technology or industry
situated ahead or going before
advanced (imp. & p. p.)
of Advance
advanced (a.)
In the van or front.
In the front or before others, as regards progress or ideas; as, advanced opinions, advanced thinkers.
Far on in life or time.
FAQs About the word advanced
προηγμένος
farther along in physical or mental development, comparatively late in a course of development, ahead of the times, at a higher level in training or knowledge o
ανεπτυγμένη,εξελιγμένος,ψηλότερος,βελτιωμένη,μορφωμένος,βελτιωμένο,μπροστά,υψηλός,αργά,μοντέρνος
οπισθοδρομικός,Πράσινο,Ανώριμος,Χαμηλός,Χαμηλότερος,μη προοδευτικός,πρωτόγονος,Αγενής,ρουτινικός,Υπανάπτυκτο
advance death benefit => Προκαταβολή για θάνατο, advance => πρόοδος, adustion => καύση, adustible => ρυθμιζόμενος, adusted => προσαρμοσμένη,