Greek Meaning of grown
ενήλικας
Other Greek words related to ενήλικας
Nearest Words of grown
- grownup => ενήλικας
- growse => αυξάνομαι
- growth => ανάπτυξη
- growth factor => Αυξητικός παράγοντας
- growth hormone => Αυξητική ορμόνη
- growth hormone-releasing factor => παράγοντας απελευθέρωσης ορμόνης αύξησης
- growth industry => Βιομηχανία ανάπτυξης
- growth rate => ρυθμός ανάπτυξης
- growth regulator => ρυθμιστής ανάπτυξης
- growth ring => Δακτύλιος ανάπτυξης
Definitions and Meaning of grown in English
grown (s)
(of animals) fully developed
grown (p. p.)
of Grow
grown ()
p. p. of Grow.
FAQs About the word grown
ενήλικας
(of animals) fully developedof Grow, p. p. of Grow.
πυκνό,γόνιμος,Πράσινο,φυλλώδης,πλούσιος,Υπερμεγέθης,καρποφόρος,πολυτελής,παραγωγικός,Πολύκαρπος
άγονο,εξαντλημένος,ξηρός,φτωχοποιημένος,στείρος,Φυλλοβόλος,φτωχός,άνυδρος,άχαρος,νεκρός
growlingly => γρυλίζοντας, growling => γρύλισμα, growler => γκρινιάρης, growled => γρύλισε, growl => γρύλισμα,