Greek Meaning of grown

ενήλικας

Other Greek words related to ενήλικας

Definitions and Meaning of grown in English

Wordnet

grown (s)

(of animals) fully developed

Webster

grown (p. p.)

of Grow

Webster

grown ()

p. p. of Grow.

FAQs About the word grown

ενήλικας

(of animals) fully developedof Grow, p. p. of Grow.

πυκνό,γόνιμος,Πράσινο,φυλλώδης,πλούσιος,Υπερμεγέθης,καρποφόρος,πολυτελής,παραγωγικός,Πολύκαρπος

άγονο,εξαντλημένος,ξηρός,φτωχοποιημένος,στείρος,Φυλλοβόλος,φτωχός,άνυδρος,άχαρος,νεκρός

growlingly => γρυλίζοντας, growling => γρύλισμα, growler => γκρινιάρης, growled => γρύλισε, growl => γρύλισμα,