Greek Meaning of growth hormone
Αυξητική ορμόνη
Other Greek words related to Αυξητική ορμόνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of growth hormone
- growth hormone-releasing factor => παράγοντας απελευθέρωσης ορμόνης αύξησης
- growth industry => Βιομηχανία ανάπτυξης
- growth rate => ρυθμός ανάπτυξης
- growth regulator => ρυθμιστής ανάπτυξης
- growth ring => Δακτύλιος ανάπτυξης
- growth stock => Μετοχές ανάπτυξης
- growthead => ανάπτυξη κεφαλής
- growthful => αυξανόμενο
- growth-onset diabetes => Διαβήτης έναρξης της ανάπτυξης
- groyne => κυματοθραύστης
Definitions and Meaning of growth hormone in English
growth hormone (n)
a hormone produced by the anterior pituitary gland; promotes growth in humans
FAQs About the word growth hormone
Αυξητική ορμόνη
a hormone produced by the anterior pituitary gland; promotes growth in humans
No synonyms found.
No antonyms found.
growth factor => Αυξητικός παράγοντας, growth => ανάπτυξη, growse => αυξάνομαι, grownup => ενήλικας, grown => ενήλικας,