Greek Meaning of growlingly
γρυλίζοντας
Other Greek words related to γρυλίζοντας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of growlingly
- grown => ενήλικας
- grownup => ενήλικας
- growse => αυξάνομαι
- growth => ανάπτυξη
- growth factor => Αυξητικός παράγοντας
- growth hormone => Αυξητική ορμόνη
- growth hormone-releasing factor => παράγοντας απελευθέρωσης ορμόνης αύξησης
- growth industry => Βιομηχανία ανάπτυξης
- growth rate => ρυθμός ανάπτυξης
- growth regulator => ρυθμιστής ανάπτυξης
Definitions and Meaning of growlingly in English
growlingly (adv.)
In a growling manner.
FAQs About the word growlingly
γρυλίζοντας
In a growling manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
growling => γρύλισμα, growler => γκρινιάρης, growled => γρύλισε, growl => γρύλισμα, growing season => περίοδος ανάπτυξης,