Greek Meaning of prolific
Πολύκαρπος
Other Greek words related to Πολύκαρπος
- γόνιμος
- πλούσιος
- άφθονος
- δημιουργικός
- γόνιμος
- καρποφόρος
- παραγωγικός
- γενναιόδωρος
- Δημιουργικός
- πλούσιος
- πολυτελής
- άφθονο
- παραγωγική
- παραγωγικός
- άφθονος
- ρουλεμάν
- ανθισμένος
- άφθονος
- έκρηξη
- άφθονος
- κέρας της Αμάλθειας
- λίπος
- ακμάζων
- καρποφόρος
- φιλελεύθερος
- πρωτότυπο
- άφθονος
- σμήνος
- σφύζων
- ακμάζων
- υποχωρητικός
Nearest Words of prolific
Definitions and Meaning of prolific in English
prolific (s)
intellectually productive
bearing in abundance especially offspring
FAQs About the word prolific
Πολύκαρπος
intellectually productive, bearing in abundance especially offspring
γόνιμος,πλούσιος,άφθονος,δημιουργικός,γόνιμος,καρποφόρος,παραγωγικός,γενναιόδωρος,Δημιουργικός,πλούσιος
άγονο,νεκρός,στείρος,στείρος,άκαρπος,μη παραγωγικός,πενιχρός,ισχνός,αραιός,Ελάχιστος
proliferation => πολλαπλασιασμός, proliferate => πολλαπλασιάζομαι, pro-lifer => υπέρμαχος της ζωής, pro-life faction => Φιλοζωική παράταξη, pro-life => Υπέρ της ζωής,