Greek Meaning of thriving
ακμάζων
Other Greek words related to ακμάζων
Nearest Words of thriving
Definitions and Meaning of thriving in English
thriving (s)
very lively and profitable
thriving (p. pr. & vb. n.)
of Thrive
FAQs About the word thriving
ακμάζων
very lively and profitableof Thrive
Ευημερούσα,επιτυχής,ακμάζων,αυξανόμενος,θριαμβευτικός,Ανθηρός,ερχομένων,Gangbuster,πηγαίνω,Στον παράδεισο
καταρρέων,απέτυχε,αποτυχημένος,απελπισμένος,άχρηστος,μη ελπιδοφόρος,ανεπιτυχής,Χρεωκοπία,μειούμενη,κατεστραμμένος
thriver => ευημερούσα, thriven => ακμάζοντα, thrived => άνθισε, thrive => ευημερώ, thrittene => δεκατρία,