Greek Meaning of thriver
ευημερούσα
Other Greek words related to ευημερούσα
Nearest Words of thriver
Definitions and Meaning of thriver in English
thriver (n.)
One who thrives, or prospers.
FAQs About the word thriver
ευημερούσα
One who thrives, or prospers.
ακμάζω,ευημερείν,λουλούδι,Παραγωγή,πολλαπλασιάζομαι,διαδώ,Βλαστος,βλαστήσει,λουλούδι,Φρούτο
Αγώνας,Πλατύς
thriven => ακμάζοντα, thrived => άνθισε, thrive => ευημερώ, thrittene => δεκατρία, thrist => δίψα,