Greek Meaning of advantage
πλεονέκτημα
Other Greek words related to πλεονέκτημα
- καλύτερος
- ακμή
- πήδα
- αποδόσεις
- ευκαιρία
- στη θέση
- επίδομα
- κυριαρχία
- όφελος
- εξόγκωμα
- κυριαρχία
- σταγόνα
- υψίπεδο
- Εσωτερική πίστα
- μόλυβδος
- περιθώριο
- προνόμιο
- τραβώ
- αρχή
- Υπεροχή
- ανώτερη θέση
- Πλεονέκτημα
- Θέση της καρακάξας
- Πλεονεκτική θέση
- άνοδος
- ευλογία
- δώρο
- Σπάω
- εντολή
- ορμητήριο
- Δώρο Θεού
- Πλεονέκτημα κεφαλής
- κυριαρχία
- προτεραιότητα
- κυριαρχία
- προτίμηση
- προνόμιο
- _αρχαιότητα_
- Ανωτερότητα
- υπερβατικότητα
- υπερβατικότητα
- απροσδόκητο κέρδος
- πλεονέκτημα
Nearest Words of advantage
- advancive => προχωρημένος
- advancing surface => Επιφάνεια προώθησης
- advancing edge => προχωρημένη άκρη
- advancing => προελαύνοντας
- advancer => προλαβαίνω
- advancement => πρόοδος
- advanced research and development activity => Προχωρημένη ερευνητική και αναπτυξιακή δραστηριότητα
- advanced => προηγμένος
- advance death benefit => Προκαταβολή για θάνατο
- advance => πρόοδος
Definitions and Meaning of advantage in English
advantage (n)
the quality of having a superior or more favorable position
(tennis) first point scored after deuce
benefit resulting from some event or action
advantage (v)
give an advantage to
advantage (n.)
Any condition, circumstance, opportunity, or means, particularly favorable to success, or to any desired end; benefit; as, the enemy had the advantage of a more elevated position.
Superiority; mastery; -- with of or over.
Superiority of state, or that which gives it; benefit; gain; profit; as, the advantage of a good constitution.
Interest of money; increase; overplus (as the thirteenth in the baker's dozen).
advantage (v. t.)
To give an advantage to; to further; to promote; to benefit; to profit.
FAQs About the word advantage
πλεονέκτημα
the quality of having a superior or more favorable position, (tennis) first point scored after deuce, benefit resulting from some event or action, give an advan
καλύτερος,ακμή,πήδα,αποδόσεις,ευκαιρία,στη θέση,επίδομα,κυριαρχία,όφελος,εξόγκωμα
ζημία,Μειονέκτημα,μειονέκτημα,αναπηρία,Ευθύνη,μείον,πέναλτι,Απεργία,Αναπηρία,ανισότητα
advancive => προχωρημένος, advancing surface => Επιφάνεια προώθησης, advancing edge => προχωρημένη άκρη, advancing => προελαύνοντας, advancer => προλαβαίνω,