Greek Meaning of transcendence
υπερβατικότητα
Other Greek words related to υπερβατικότητα
- διάκριση
- κυριαρχία
- προτεραιότητα
- φήμη
- Υπεροχή
- Ανωτερότητα
- κυριαρχία
- Ο eminence
- φήμη
- επιρροή
- αξιονoμνημόνευτο
- Υπεροχή
- υπεροχή
- υπεροχή
- κατίσχυση
- υπεροπλία
- κύρος
- Φήμη
- φήμη
- άνοδος
- άνοδος
- Ανάληψη
- κυριαρχία
- αυθεντία
- Διασημότητα
- περιοχή
- φήμη
- δόξα
- μεγαλείο
- τιμή
- περίλαμπρος
- ατιμία
- επαίνους
- Μεγασταρ
- ευγένεια
- αξιοσημείωτο
- Φήμη
- δύναμη
- κύρος
- σταριλίκι
- Υπεραστερισμός
Nearest Words of transcendence
- transcendency => υπερβατικότητα
- transcendent => υπερβατικός
- transcendental => υπερβατικός
- transcendental number => Υπερβατικός αριθμός
- transcendental philosophy => Υπερβατική φιλοσοφία
- transcendentalism => υπερβατικότητα
- transcendentalist => υπερβατικός
- transcendentality => υπερβατικότητα
- transcendentally => υπερβατικά
- transcendently => υπερβατικά
Definitions and Meaning of transcendence in English
transcendence (n)
a state of being or existence above and beyond the limits of material experience
the state of excelling or surpassing or going beyond usual limits
transcendence ()
Alt. of Transcendency
FAQs About the word transcendence
υπερβατικότητα
a state of being or existence above and beyond the limits of material experience, the state of excelling or surpassing or going beyond usual limitsAlt. of Trans
διάκριση,κυριαρχία,προτεραιότητα,φήμη,Υπεροχή,Ανωτερότητα,κυριαρχία,Ο eminence,φήμη,επιρροή
κατωτερότητα,ασήμαντοτητα,μετριότητα,Ασαφής,σκοτάδι
transcended => υπερέβη, transcend => ξεπερνάω, transcaucasia => Υπερκαυκασία, transcalent => ημιδιαφανής, transcalency => Διαφάνεια,